αχάιδευτος

αχάιδευτος
-η, -ο
1. εκείνος τον οποίο δεν χαϊδεύουν ή δεν έχουν χαϊδέψει ερωτικά
2. αυτός που δεν περιβάλλεται με στοργή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αχάιδευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε χαϊδεύτηκε, δε θωπεύτηκε: Η γιαγιά θύμωσε μαζί μου κι εκείνη τη μέρα μ άφησε αχάιδευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζαχάρωτος — η, ο [ζαχαρώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει διόλου ή δεν περιέχει αρκετή ποσότητα ζάχαρης, ο άγλυκος 2. (για γλυκά με σιρόπι) που δεν ζαχάρωσε, που δεν τού έπηξε η ζάχαρη 3. που δεν πασπαλίστηκε με ζάχαρη 4. (για πρόσωπα) α) αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • αθώπευτος — η, ο (Α ἀθώπευτος, ον) [θωπεύω] αυτός που έχει μείνει χωρίς θωπείες, αχάιδευτος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει κολακευτικά λόγια, ακολάκευτος 2. αυτός που δεν κολακεύει, ο μη κολακευτικός, τραχύς, σκληρός, απότομος …   Dictionary of Greek

  • ακανάκευτος — η, ο [κανακεύω] αυτός που δεν τον έχουν κανακέψει, ο αχάιδευτος …   Dictionary of Greek

  • αμαλαγιά — και αναμαλαγιά και αμαλαγή, η 1. το να είναι κανείς αμάλαγος 2. (για ερωτικές σχέσεις) το να είναι κανείς άθικτος, αχάιδευτος, άρα αγνεία, παρθενικότητα 3. άθικτη, πλούσια σε χόρτο γη 4. ξηρά με άφθονη βλάστηση ή θάλασσα με πολλά ψάρια 5.… …   Dictionary of Greek

  • αθώπευτος — η, ο επίρρ. α αχάιδευτος: Εκείνο το βράδυ φρόντισε να μην αφήσει κανέναν αθώπευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακανάκευτος — η, ο αχάιδευτος: Η γιαγιά φρόντιζε να μην αφήσει κανένα μας ακανάκευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”